- κρυπτεύομαι
- κρυπτεύωhide oneselfpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυπτεύω — (Α) [κρυπτός] 1. (μτβ.) κρύβω 2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος 3. παθ. κρυπτεύομαι ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα … Dictionary of Greek